κατάφευξις

κατάφευξις
κατά-φευξις, εως, ,
A flight for refuge,

κ. ποιεῖσθαι ἐς τὸν ὅρμον Th.7.41

.
II place of refuge, ib.38.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατάφευξις — κατάφευξις, ἡ (Α) [καταφέρνω] 1. καταφυγή για ασφάλεια («Ἀθηναῑοι τὴν κατάφευξιν ἐποιοῡντο εἰς τὸν ἑαυτῶν ὅρμον» οι Ἀθηναῑοι κατέφευγαν στον όρμο τους, Θουκ.) 2. τόπος ασφαλής, καταφύγιο …   Dictionary of Greek

  • κατάφευξις — flight for refuge fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάφευξιν — κατάφευξις flight for refuge fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφεύξῃ — καταφεύξηι , κατάφευξις flight for refuge fem dat sg (epic) καταφεύγω flee for refuge fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”